- память
- -и θ.1. μνήμη, μνημονικό, θυμητικό•
слабая память αδύνατη μνήμη•
это никогда не выйдет из моей -и αυτό δε θα το ξεχάσω ποτέ•
зрительная память οπτική μνήμη•
тврдая γερή μνήμη•
лишиться -и στερούμαι μνήμης, έχασα το θυμητικό•
мне пришло на память μου ήρθε στη μνήμη•
удержать в-и κρατώ (διατηρώ) στη μνήμη•
если память не изменяет αν δε με απατά η μνήμη•
написать на память γράφω από μνήμης•
выучить на память απομνημονεύω•
приводить что-л. кому на память φέρω στη μνήμη κάποιου (υπενθυμίζω)•
приводить себе на память ξαναφέρω στη μνήμη μου.
2. ανάμνηση•чтить память τιμώ τη μνήμη•
оставить добрую память αφήνω καλή ανάμνηση•
в память кого-л., чего-л. στη μνήμη του...
3. (εκκλσ.) μνημόσυνο.εκφρ.вечная память – αιώνια η μνήμη•блаженной (светлой, незабвенной) -и – παλ. θεός σχωρέσ τον, αγιάσουν τα κόκκαλά του, ο Θεός ν' αναπάψει την ψυχή του•печальной – με θλιβερή τη μνήμη•недоброй -и – με κακή τη μνήμη•без -и – α) πάρα πολύ, μέχρι τρέλλας•он полюбил е без -и – αυτός την αγάπησε μέχρι τρέλλας. β) κατενθουσιασμένος, γ) αναίσθητος•на память – από μνήμης, όπως το θυμούμαι•на память (дать, подарить, взять, получить) – για ενθύμιο (δίνω, δωρίζω, παίρνω)•на память ή по -и (говорить, рассказывать, знать) – από μνήμης, απ έξω, αποστήθιση (μιλώ, διηγούμαι, γνωρίζω)•по старой -и – από παλαιά συνήθεια ή ανάμνηση του παρελθόντος•прийти на память – μου έρχεται στη μνήμη, ξαναθυμούμαι.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.